- προεισόδια
- προεισόδιονintroductionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς … Dictionary of Greek